- γαλλισμός
- ο1. η μίμηση του γαλλικού τρόπου ζωής.2. ιδιωματισμός της γαλλικής γλώσσας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαλλισμός — ο 1. η μίμηση γαλλικών τρόπων και συνηθειών 2. το να είναι κανείς φίλος τής Γαλλίας και τών Γάλλων 3. χαρακτηριστικός ιδιωματισμός τής γαλλικής γλώσσας 4. η χρησιμοποίηση τρόπων έκφρασης τής Γαλλικής σε μια ξένη γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Γάλλος +… … Dictionary of Greek
εβραϊσμός — ο 1. το να μιμείται κάποιος τους Εβραίους στους τρόπους, τα ήθη, να μιλάει τη γλώσσα τους, να τους συμπαθεί. 2. ιδιωματισμός της εβραϊκής γλώσσας (πρβλ. γαλλισμός). 3. το σύνολο των Εβραίων (πρβλ. ελληνισμός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)